ομόστολος

ομόστολος
(I)
ὁμόστολος, -ον (Α)
1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης
2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό-στολος].
————————
(II)
ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)
1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)
2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁμόστολος — in company with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστολον — ὁμόστολος in company with masc/fem acc sg ὁμόστολος in company with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστόλοις — ὁμόστολος in company with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοστόλους — ὁμόστολος in company with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόστολοι — ὁμόστολος in company with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek

  • φύση — η / φύσις, εως, ΝΜΑ 1. το σύνολο τών φυσικών ιδιοτήτων, η σύσταση ή η κατάσταση ενός πράγματος (α. «δεν τό επιτρέπει η φύση τής χώρας» β. «τέτοια είναι η φύση τού πολιτεύματος» γ. «καί μοι φύσιν αὐοῦ [τοῦ φαρμάκου] ἔδειξεν», Ομ. Οδ. δ. «ἡ φύσις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”