- ομόστολος
- (I)ὁμόστολος, -ον (Α)1. αυτός που συμπορεύεται, που ταξιδεύει μαζί με άλλον, συνταξιδιώτης2. συνοδός, ακόλουθος («Βάκχον... Μαινάδων ὁμόστολον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -στολος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. ιδιό-στολος].————————(II)ὁμόστολος, -ον (ΑΜ)1. ντυμένος με όμοιο τρόπο («μορφῆς δ' οὐχ ὁμόστολος φύσις», Αισχύλ.)2. όμοιος («τὸ ὁμόστολον ψυχῆς ἄσπιλον σῶμα», Μηναί.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)-* + -στολος (< στολή), πρβλ. λευκό-στολος].
Dictionary of Greek. 2013.